- υπομείων
- -εῑον, Α1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογίαβ) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].
Dictionary of Greek. 2013.